Από συνήθεια τέτοιες μέρες κάθε χρόνο η συζήτηση για τον Προϋπολογισμό γίνεται μεν, αλλά κανείς δεν της δίνει σημασία. Και αυτό είναι λογικά παράδοξο γιατί από αυτό το «λογαριασμό» υποτίθεται ότι κρίνεται το πως θα «ζήσουμε» τον επόμενο χρόνο.
Πως θα ζήσουμε με την έννοια του τι θα χρειασθεί να πληρώσουμε και να εισπράξουμε στην συναλλαγή μας με τον κράτος, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης – στον Προϋπολογισμό – εξέλιξης της Οικονομίας.
Ο λόγος αυτής της αδιαφορίας σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με δύο βασικές αιτίες.
Η μία είναι «παλιά» και έχει κάνει με το γεγονός ότι τα απρόοπτα, εσωτερικά και εξωτερικά συνήθως εκτροχιάζουν τα νούμερα του Προϋπολογισμού, τόσο στα έσοδα όσο και στις δαπάνες.
Η δεύτερη αιτία είναι σχετικά καινούργια και έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, τα «νούμερα» του Προϋπολογισμού, «μαγειρεύονται» μετά τα τρία μνημόνια και τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί με την αναδιάρθρωση του χρέους, πρώτα στις Βρυξέλλες και μετά έρχονται για έγκριση από την εγχώρια Βουλή…
Από φέτος βέβαια υπάρχει και μία τρίτη αιτία η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς σαν συνέπεια της δεύτερης και έχει να κάνει με το γεγονός ότι για όλες τις χώρες μέλη ισχύει ένας νέος κανόνας. Αυτός που ορίζεται από το επικαιροποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και ο οποίος προβλέπει ότι από το 2025 απαγκιστρώνεται η μέχρι σήμερα συσχέτιση των δημοσίων δαπανών από τα δημόσια έσοδα. Που πάει να πει οι δαπάνες του δημοσίου δεν αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με την αύξηση ή την μείωση των δημοσίων εσόδων.
Μπορεί δηλαδή το δημόσιο να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα αλλά από αυτό δεν σημαίνει ότι η (εκάστοτε) κυβέρνηση έχει το κυριαρχικό «δικαίωμα» να αυξήσει τις δαπάνες ή τις παροχές για κάποιο τομέα της οικονομικής ζωής της χώρας.
Αντίθετα το «όριο» στο οποίο οι δαπάνες μπορούν και πρέπει να αυξηθούν ή να μειωθούν ορίζεται από την Κομισιόν με βάση τα δικά της κριτήρια δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχουν να κάνουν με την εξυγίανση (δηλαδή μείωση) του δημόσιου χρέους.
Με αυτά τα δεδομένα μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι ο Προϋπολογισμός του 2025 και οι επόμενοι για την Ελλάδα έχουν ως βασικό τους οικονομικό στόχο και κυριαρχικό αποτέλεσμα την μείωση του χρέους.
Αυτό αναγνωρίζεται και μάλιστα ευθέως από τους Οίκους αξιολόγησης όπως π.χ. της Fitch που στην τελευταία του ανακοίνωση, ενώ διατήρησε την αξιολόγηση στο χαμηλότερο επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας (BBB-) εντούτοις αναγνωρίζει ότι «Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια» και συνεχίζεται.
Αλλά ταυτόχρονα «αναγνωρίζει» δίνοντας έτσι μία πολύ επιφυλακτική θετική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτής της πολιτικής ότι «τα πλεονεκτήματα αυτά αντισταθμίζονται έναντι των κληρονομιάς της κρίσης δημόσιου χρέους…». Γιατί;
Γιατί παραμένει «το πολύ υψηλό αλλά σταθερά μειούμενο δημόσιο χρέος», «η σημαντικής απώλεια οικονομικής παραγωγής, το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων, οι επίμονες εξωτερικές ανισορροπίες, αλλά και οι παλιές ενδεχόμενες υποχρεώσεις του τραπεζικού τομέα….».
Με άλλα λόγια οι «θυσίες» καλώς γίνονται, αλλά τα θεμελιακά προβλήματα της οικονομίας δεν διορθώνονται.
Να δούμε τι «θυσίες» γίνονται (το 2025); Να τι προβλέπει ο σχετικός λογαριασμός της εφορίας.
Τα έσοδα από φόρους θα αυξηθούν το 2025 στα 69,2 δισ. ευρώ, έναντι 66,7 δισ. ευρώ που προβλέπεται να είναι οι συνολικές εισπράξεις φόρων στα τέλη του 2024. Αυτό σημαίνει ότι σε ετήσια βάση τα έσοδα από φόρους θα αυξάνονται κατά 3,7% ήτοι σε πραγματικούς όρους σχεδόν σε διπλάσιο ποσοστό από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.
Μάλιστα το οικονομικό επιτελείο τελευταία στιγμή θεώρησε αναγκαίο να αυξήσει το ποσό είσπραξης αυτών των φόρων κατά μισό δις ακόμα και έτσι διόρθωσε το τελικό ποσό του προσχεδίου από 68,7 δις ευρώ σε 69,2 δις ευρώ…
Από που αυτοί οι φόροι; Από εκεί που είναι εύκολο να τους μαζέψεις με μη προοδευτικό τρόπο ανάλογο του εισοδήματος, από φτωχούς και πλούσιους, δηλαδή τον ΦΠΑ και τον ΕΦΚ. Τα έσοδα από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών (αθροιστικά ΦΠΑ και ΕΦΚ) προβλέπονται στο ποσό των 38 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,6 δισ. ευρώ ή 4,4% έναντι του 2024. Τα έσοδα από ΦΠΑ θα αυξηθούν σε 26,7 δισ. ευρώ, (αυξημένα κατά 1,4 δισ. ευρώ έναντι του 2024) και από τον ΕΦΚ θα αυξηθούν σε 7,27 δισ. ευρώ (αυξημένοι κατά 47 εκατ. ευρώ έναντι του 2024 ή 0,65%).
Και η άλλη πλευρά του λόφου
Τελειώνει εδώ η σχεδόν αδιάφορη ιστορία του Προϋπολογισμού; Όχι, εδώ ακριβώς αρχίζει να αποκτάει ενδιαφέρον, γιατί στο σημείο αυτό μπαίνουν στο τραπέζι οι αιτίες ανατροπής αυτών των μεγεθών και έτσι η δυναμική της αποτυχίας των προβλέψεων.
Πρώτη και ισχυρότερη βέβαια αιτία η επερχόμενη κατά τα φαινόμενα νέα φάση της ενεργειακής κρίσης. Αιτία οι δύο πόλεμοι σε εξέλιξη, σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.
Προς το παρόν οι αβεβαιότητες για την επέκταση του πολέμου στην Ουκρανία έχουν ήδη – σε συνδυασμό με ένα σχετικά πρόωρο κύμα ψύχους στην Ευρώπη – προκαλέσει μία κατακόρυφη άνοδο των τιμών φυσικού αερίου που υποχρεώνει την κυβέρνηση να ξαναβάλει από το παράθυρο σε ενέργεια των σύστημα των επιδοτήσεων των τιμών. Για πόσο και σε τι ύψος κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει μιας και πετάχτηκε από το παράθυρο η περιβόητη τραμπική εξαγγελία για «παύση του πολέμου σε μία μέρα».
Ανάλογη η κατάσταση αλλά σε διαφορετική χρονική φάση και στην σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν που αφορά στο πετρέλαιο. Τι σύμπτωση… και τα δύο σημεία, Ουκρανία Μέση Ανατολή, αφορούν διπλά την καταναλωτική δαπάνη και τους έμμεσους φόρους, ήτοι την «καρδιά» του προϋπολογισμού.
Και λέμε διπλά γιατί δεν είναι απλά η κατακόρυφη αύξηση του ΦΠΑ και ΕΦΚ σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο με την ανεξέλεγκτη άνοδο των τιμών, αλλά και οι συνέπειες στον πληθωρισμό που εξαφανίζουν ισόποσα την αγοραστική δύναμη μισθών συντάξεων και εισοδημάτων…
Αρκεί αυτό; Όχι κατά πως φαίνεται, αν κρίνουμε από την εμπειρία των τελευταίων ετών με τις φυσικές καταστροφές λόγω της – κατά ορισμένους ανύπαρκτης – κλιματικής αλλαγής. Μια μικρή αναδρομή στις σχετικές δηλώσεις του αρμόδιου Υπουργού κ. Σκυλακάκη αρκεί για να καταλάβει κανείς το εύρος αυτής της αβεβαιότητας στις προβλεπόμενες δαπάνες του Προϋπολογισμού λόγω φυσικών καταστροφών.
Εδώ θα πρέπει να προσθέσει κανείς τις συνέπειες αυτών των αλλαγών στην αγροτική παραγωγή η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι προετοιμασμένη γι’ αυτές όπως ήδη φαίνεται στις τιμές των φρέσκων αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και κάποιες άλλες «αβεβαιότητες», πολύ σημαντικές, όπως για παράδειγμα τις προοπτικές μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης (από την πλευρά ενός νέου κύκλου κρίσης του χρέους) για την οποία μας προειδοποίησε τις τελευταίες ημέρες η κα Λαγκάρντ.
Αλλά αυτό θα απαιτούσε από μόνο του μία προσπάθεια προβλέψεων που ασφαλώς ξεπερνά τα όρια συσχέτισης με τα προβλεπόμενα του Προϋπολογισμού…
Με άλλα λόγια το σχέδιο Προϋπολογισμού που κατατίθεται στην Βουλή, καλό είναι να το έχουμε υπ’ όψη μας, από την άποψη ότι εκεί καταγράφονται οι νέοι κοινοτικοί περιορισμοί και οι προθέσεις της κυβέρνησης.
Αλλά ας μη περιμένουμε ότι μπορούμε και να βασίσουμε τον σχεδιασμό της ζωής μας σ’ αυτόν…
To άρθρο Προϋπολογισμός 2025, «βεβαιότητες» για τι θα εισπράξει, αλλά όχι τι θα «πληρώσει» και κυρίως τι θα πληρώσουμε εμείς… δημοσιεύτηκε στο NewsIT .
Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε εδώ!
Με το WordPress Automatic Plugin από την codecanyon
Πλέον στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύονται αυτόματα άρθρα μέσω «RSS feeds».
Από όποια σελίδα μας τα προσφέρει!
Δεν φέρουμε καμιά απολύτως ευθύνη για το περιεχόμενο.
Αν πιστεύεται πως αυτό το άρθρο πρέπει να διαγραφεί μην διστάσετε να μας βρείτε στα social media.