ΕνημέρωσηΠολιτική

Το κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών

Η απεργία προστατεύεται από το Σύνταγμα και τους νόμους. Αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ως…
μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για αυτούς τους σκοπούς.
Σύμφωνα με το ν.1264/82 άρθρο 22:
-Απαγορεύεται κατά τη διάρκεια νόμιμης απεργίας η πρόσληψη απεργοσπαστών.
-Απαγορεύεται η ανταπεργία (λοκ-άουτ).
-Δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για την άσκηση του δικαιώματος απεργίας απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη (ή της επαγγελματικής του οργάνωσης) 24 τουλάχιστον ώρες πριν από την πραγματοποίησή της.
Για τους εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, στα ΝΠΔΔ και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, απαιτείται η γνωστοποίηση των αιτημάτων με δικαστικό επιμελητή 4 πλήρεις ημέρες πριν την πραγματοποίηση της απεργίας.
Η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Για ολιγόωρες στάσεις, εφόσον δεν πραγματοποιούνται την ίδια μέρα ή μέσα στην ίδια εβδομάδα, αρκεί απόφαση του ΔΣ, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
Η απεργία στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση του ΔΣ εκτός κι αν το καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση πρέπει να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών ή ατυχημάτων. Για επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, ο νόμος προβλέπει και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. (Λεπτομέρειες για τον τρόπο καθορισμού του προσωπικού ασφαλείας παρέχονται από τις διατάξεις του νόμου 1264/82).
Το Σύνταγμα λέει έμμεσα μόνο πότε η απεργία είναι παράνομη: όταν στό­χος της δεν είναι η διαφύλαξη και βελτίωση των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των απεργών, αλλά η επιδίωξη άλλων άσχετων στόχων, όπως λ.χ. η απλή συμπαράσταση στον απεργιακό αγώνα άλλου (ξένου) κλάδου, είτε μόνη η συμμετοχή στο παιχνίδι της κομματικής αντιδικίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.2 εδ.α του Συντάγματος:

Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Για να είναι αποτελεσματική μία απεργία, θα πρέπει να είναι στοχευμένη, να απευθύνεται στην εκάστοτε εξουσία , να λαμβάνει το μήνυμα η εξουσία και να μην επηρεάζει- παρεμποδίζει τους υπόλοιπους εργαζόμενους και την μετακίνηση εργαζομένων, ηλικιωμένων, μαθητών και φοιτητών. Δηλαδή, στόχος θα πρέπει να είναι η εκάστοτε εξουσία και όχι οι υπόλοιποι συμπολίτες εργαζόμενοι και μη. Με βάση τον ποινικό κώδικα,   Όποιος παρεμποδίζει χωρίς δικαίωμα την κυκλοφορία σε τόπους κοινής χρήσης στη στεριά ή στα ύδατα ή με οποιονδήποτε τρόπο διαταράσσει ή θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά της τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών, αν άλλη διάταξη δεν τιμωρεί βαρύτερα την πράξη αυτή.

Όποιος παρεμποδίζει ή διαταράσσει σε μεγάλη έκταση ή για μεγάλο χρονικό διάστημα τη λειτουργία των κοινόχρηστων συγκοινωνιακών μέσων, και ιδίως μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίου, αεροπλάνου ή λεωφορείου, τιμωρείται με φυλάκιση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η  απεργία είναι το σημαντικότερο μέσο συλλογικής δράσης με αγωνιστικό σκοπό, που συνίσταται στην προσωρινή και συλλογική αποχή των εργαζομένων από την εργασία τους, με σκοπό την άσκηση πίεσης προς τον εργοδότη, προκειμένου να επιτευχθούν οι συλλογικές τους διεκδικήσεις. Αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα των εργαζομένων και ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για την διαφύλαξη και διεκδίκηση των συμφερόντων των εργαζομένων. Επίσης ασκείται και σαν έκφραση αλληλεγγύης. Το δικαίωμα της απεργίας προστατεύεται από την ελληνική και διεθνή νομοθεσία, αναγνωρίζεται ρητά από το Σύνταγμα (άρθρο 23 παρ.2), αλλά και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όπως γενικά για την συνδικαλιστική ελευθερία έτσι και σχετικά με το δικαίωμα της απεργίας,το Σύνταγμα δεν διακρίνει μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών. Επομένως και οι αλλοδαποί έχουν δικαίωμα απεργίας και δεν μπορούν να υποστούν δυσμενείς συνέπειες αν το ασκήσουν.Επίσης φορείς δικαιώματος απεργίας είναι και οι δήμοι . Επιστράτευση εργαζομένων και η επίταξη μέσων-συρμών σταθερής τροχιάς του μετρό,επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών από θεομηνία ή  ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία(άρθρο 22 παρ.4 Συντάγματος).
Η επίταξη υπηρεσιών αποτελεί  παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας (υπ αριθ. 29 Δ.Σ.E. του 1930 περί αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας, υπ αριθ. 105 Δ.Σ.E. περί καταργήσεως της αναγκαστικής Εργασίας του 1957 κ.λπ.).
Οι διεθνείς συμβάσεις εργασίας δέχονται εξαιρέσεις μόνο σε περιπτώσεις ανώτερης βίας (πόλεμος, καταστροφές ή απειλές καταστροφών, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες,  σεισμοί, επιδημίες κλπ.), και αποκλείουν τη χρησιμοποίηση της αναγκαστικής εργασίας “ως μέτρο κολασμού για τη συμμετοχή σε απεργία”.
Με τις διατάξεις του Ν. 3536/2007 έχει οριστεί ότι «έκτακτη ανάγκη σε περίοδο ειρήνης, που επιβάλλει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση, η οποία απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων προς αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από κάθε μορφής απειλούμενη φυσική καταστροφή ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία».
Το μέτρο της επίταξης για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών σε περίοδο ειρήνης επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο α) για αμυντικές ανάγκες β) για ανάγκες που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές και γ) λόγω κινδύνων της δημόσιας Υγείας.
Το άρθρο 22 παρ.4 του Συντάγματος,προβλέπει: «Oπoιαδήπoτε μoρφή αναγκαστικής εργασίας απαγoρεύεται.
Eιδικoί νόμoι ρυθμίζoυν τα σχετικά με την επίταξη πρoσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πoλέμoυ ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Xώρας ή επείγoυσας κoινωνικής ανάγκης από θεoμηνία ή ανάγκης πoυ μπoρεί να θέσει σε κίνδυνo τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την πρoσφoρά πρoσωπικής εργασίας στoυς oργανισμoύς τoπικής αυτoδιoίκησης για την ικανoπoίηση τoπικών αναγκών».
Ακόμα και πριν από τη ρύθμιση αυτή του Συντάγματος, η επιβολή αναγκαστικής εργασίας απαγορευόταν με την 105/1950 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας, η οποία είχε ενταχθεί στο εθνικό μας δίκαιο με τον Ν. 2329/53 και εν συνεχεία με το Ν.Δ. 53/1974, μετά την ψήφιση δε του Συντάγματος 1975 και με βάση το άρθρο 28 παρ. 1 αυτού, οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο υπερισχύουν από κάθε αντίθετη διάταξη νόμου.
Κατά συνέπεια και αν υποτεθεί ότι υπήρχε διάταξη νόμου που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής αναγκαστικής εργασίας, από την ισχύ του Συντάγματος 1975 για την πρόσθετη αυτή αιτία είναι ανίσχυρη και έτσι απαγορεύεται αυτή με οποιαδήποτε μορφή.

Καταχρηστική είναι η απεργία όταν διεκδικεί αιτήματα, η ρύθμιση των οποίων ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο του παρέχει την εξουσία να αποφασίζει για την οργανική της δομή και διάρθρωση, να συνιστά τμήματα ή εκμεταλλεύσεις και να καταργεί, να μεταφέρει την επιχείρηση ή τμήμα σε άλλο τόπο και να επιλέγει τα μέσα για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού.
Το άρθρο 23 του Συντάγματος,προβλέπει: «H απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων.
Aπαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Tο δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Oι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του».

Οι προϋποθέσεις για την κήρυξη νόμιμης απεργίας είναι οι εξής:
1. Απόφαση Γενικής Συνέλευσης ή Διοικητικού Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση: Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διακρίνονται σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες.
Για την κήρυξη απεργίας από δευτεροβάθμια (Ομοσπονδίες-Εργατικά Κέντρα) ή τριτοβάθμια (ΓΣΕΕ) οργάνωση, απαιτείται απόφαση του Δ.Σ. αυτής.
Στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις η απεργία κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, ύστερα από μυστική ψηφοφορία. Όταν είναι ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, αρκεί η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Οι στάσεις εργασίας κηρύσσονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει σωματείο, η απεργία κηρύσσεται από το πιο αντιπροσωπευτικό Εργατικό Κέντρο της περιοχής ή την Ομοσπονδία.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τον πρόσφατο Ν. 4512/2018 (άρθρο 211) τροποποιήθηκε το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας για συζήτηση και λήψη απόφασης για την κήρυξη απεργίας. Η σχετική διάταξη ορίζει τα εξής: «Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ½ των οικονομικά τακτοποιημένων μελών».

2. Προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής οργάνωσης του εργοδότη με οποιοδήποτε εντός των προβλεπομένων προθεσμιών:
Γενικά η συνδικαλιστική οργάνωση υποχρεούται να προειδοποιήσει τον εργοδότη για την απεργία 24 τουλάχιστον ώρες πριν τη πραγματοποίησή της.
Προκειμένου για εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ, Ο.Τ.Α. και Επιχειρήσεις Δημόσιου χαρακτήρα ή Κοινής Ωφέλειας απαιτείται ειδική γνωστοποίηση των αιτημάτων και του χρόνου έναρξης της απεργίας, με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή, 4 πλήρεις ημέρες πριν τη πραγματοποίηση της απεργίας στον εργοδότη, το Υπουργείο που ασκεί την εποπτεία και στον Υπουργό Εργασίας.
3. Διάθεση του απαραίτητου προσωπικού ασφαλείας για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών: Το προσωπικό ασφαλείας καθορίζεται με ειδική συμφωνία, που καταρτίζεται με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ της αντιπροσωπευτικότερης συνδικαλιστικής οργάνωσης και της επιχείρησης. Ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη καλεί το άλλο σε διαπραγμάτευση με εξώδικη κλήση ως την 5η Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους. Η κλήση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή και περιέχει υποχρεωτικά πρόταση για καθορισμό του προσωπικού ασφαλείας. Η συμφωνία πρέπει να καταρτιστεί μέχρι τις 25 Νοεμβρίου και να κατατεθεί στο Υπουργείο Εργασίας, αλλιώς τα μέρη υποχρεώνονται να προσφύγουν στη διαδικασία της μεσολάβησης. Αν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία μέσα σε 15 ημέρες, τότε κάθε πλευρά έχει δικαίωμα να παραπέμψει το Θέμα στην επιτροπή του άρθρου 15 του Ν.1264/82.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, πέραν του προσωπικού ασφαλείας, πρέπει να διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button